μετάκερας

μετάκερας
μετάκερας, ὁ, ἡ, τὸ (Α)
1. αναμεμιγμένος
2. (για νερό) χλιαρός, ούτε θερμός ούτε ψυχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -κερας (< θ κερα- τού κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. αυτό-κερας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετακέρας — μετακέρᾱς , μετάκερας intermixed masc acc pl μετακέρᾱς , μετάκερας intermixed masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”